- σπείσαντες
- σπένδωmake a drink-offeringaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… … Dictionary of Greek
σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… … Dictionary of Greek